Ἀλκάθου

Ἀλκάθου
Ἄλκαθος
masc gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • Μέγαρα — Πόλη (23.032 κάτ.) του νομού Αττικής. Αποτελεί έδρα του ομώνυμου δήμου της νομαρχίας Δυτικής Αττικής. Ο δήμος αποτελεί το δεύτερο μεγάλο πτηνοτροφικό κέντρο της Ελλάδας, μετά την Εύβοια. Το αρχαίο κράτος των Μεγάρων. Η αρχαία πόλη των Μ. όπως… …   Dictionary of Greek

  • τελαμών — I Μυθολογικό πρόσωπο, γιος του Αιακού και της Ενδηίδας, αδελφός του Πηλέα και του Φώκου. Είχε πάρει γυναίκα του την κόρη του βασιλιά της Σαλαμίνας, Κυχρέα, τη Γλαύκη, και όταν ο Κυχρέας πέθανε, έγινε βασιλιάς του νησιού. Αργότερα πήρε την… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”